- σποράς
- σπορᾰς f. adj.,1 scattered
καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους Pae. 5.38
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους Pae. 5.38
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… … Dictionary of Greek
σποράς — σπορά̱ς , σπορά sowing fem acc pl σποράς scattered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορᾶς — σπορά sowing fem gen sg (attic doric aeolic) σπορᾶ̱ς , σποράζω scatter fut ind act 2nd sg (doric) σπορεύς sower masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδα — σποράς scattered masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδας — σποράς scattered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδες — σποράς scattered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδεσι — σποράς scattered masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδεσσι — σποράς scattered masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδεσσιν — σποράς scattered masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδι — σποράς scattered masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδος — σποράς scattered masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)